- υδρόφυτα
- τα бот. гидрофиты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόφυτα — τα, Ν βοτ. φυτά που ζουν ή ευδοκιμούν μέσα στο νερό, υδρόβια φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophyta (< υδρ[ο] * + φυτό)] … Dictionary of Greek
υδρόφυτα — τα φυτά που ζουν και ευδοκιμούν μέσα στο νερό ή σε υγρά εδάφη, υδρόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek
αερόφυτα — Φυτά που αναπτύσσονται στο έδαφος, σε αντίθεση με τα υδροχαρή ή υδρόφυτα ή υδρόβια φυτά … Dictionary of Greek
υδροφυτογραφία — υδροφυτογραφία, η και υδροφυτολογία, η τμήμα της βοτανικής που μελετά τα υδρόφυτα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)